Η περίοδος της μεταπολίτευσης κληροδότησε στη χώρα ένα πλήθος από μύθους, που σήμερα καταρρέουν με πάταγο. Το πολιτικό σκηνικό που βάλλεται πανταχόθεν, ήταν ο προφυλακτικός θόλος εντός του οποίου χαράχτηκαν συντεταγμένες, οι οποίες μας οδήγησαν σε αδιέξοδο.
Η πτώση της δικτατορίας δημιούργησε τις συνθήκες για να κατασκευαστεί ένα νέο εποικοδόμημα, που άρχισε να παίρνει την οριστική του μορφή μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στις αρχές της δεκαετίας του ‘80.
Το εκκρεμές, το 1974, με την κατάλυση της δικτατορίας, μετατοπίστηκε βίαια από τη μία άκρη στην άλλη. Οι εποχές προσφέρονταν για νεωτερισμούς, κυρίως για την αυτοπροσδιοριζόμενη ως προοδευτική ματιά, που ήθελε ν’ αμφισβητεί όλες τις εγκαθιδρυμένες δομές και αξίες.
Ο όρος «νεόπλουτος» αποδίδει με ακρίβεια μια πραγματικότητα που άρχισε να διαμορφώνεται στη χώρα μετά την είσοδο στην ΕΟΚ, όταν ήταν «εθνική μαγκιά» η απορρόφηση κοινοτικών επιδοτήσεων, όχι για να παραγάγουμε ή να δημιουργήσουμε κάτι, αλλά για να πάρουμε ακριβό ΙΧ, να χτίσουμε τεράστιο σπίτι χωρίς κανένα γούστο, και, βέβαια, να καταναλώσουμε περισσότερο. Στην αρχή, αυτή η «εκτροπή» των επιδοτήσεων μπορούσε να δικαιολογηθεί και από την ανάγκη να φτάσει εισόδημα σε φτωχά στρώματα του πληθυσμού.
Στη συνέχεια έγινε φανερό ότι η πρακτική αυτή χρησιμοποιούνταν για να εξαγοράζονται ψήφοι και επιρροή. Οι πολιτικοί διαμεσολαβούσαν στις Βρυξέλλες και έθεταν τις βάσεις για να δρομολογηθεί η εξαχρείωση της κοινωνίας και να αντικατασταθούν οι αξίες με απαξίες. Την έννοια της προσπάθειας για να επιτευχθεί κάτι, αντικατέστησε η καθόλου προσπάθεια, η καπατσοσύνη και η προσκόλληση στο κόμμα, που μπορούσε να ικανοποιεί τα πάντα.
Ο Έλληνας πολιτικός άρχισε να κάνει κάτι περισσότερο από το να μεσολαβεί για να βρουν οι ψηφοφόροι του μια δουλειά στο Δημόσιο. Μπορούσε πλέον να κατευθύνει χρήμα (και κοινοτικό, εκτός του εθνικού) στους ψηφοφόρους είτε άμεσα είτε έμμεσα, καταφέρνοντας έτσι να επηρεάζει όλο και περισσότερους για μεγαλύτερο διάστημα.
Άμεση μεταφορά πόρων ήταν εκείνη που γινόταν από το κράτος απευθείας στους εκλεκτούς του (επιχειρηματίες, κοινωνικές ομάδες κ.ά.) με στόχο είτε να τους καλοπιάσει είτε στα πλαίσια των έργων που γίνονταν. Έμμεση μεταφορά πόρων γινόταν για παράδειγμα στα κλειστά επαγγέλματα, τα οποία ανεξάρτητα από το πότε θεσμοθετήθηκαν ως τέτοια, έχουν μεταβληθεί σε μηχανισμούς συνδιαλλαγής επί ίσοις όροις με την εξουσία. Εκεί οι προνομιακές ρυθμίσεις, σε βάρος της κοινωνίας γίνονταν ανεκτές από το πολιτικό σύστημα, που συνδιαλεγόταν με τη συντεχνία.
Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης αποθεώθηκε η πρακτική της άσκησης πίεσης, καθώς οποιοσδήποτε (πρόσωπο, ομάδα συμφερόντων κ.λπ.) μπορούσε, καταφεύγοντας σ’ αυτήν, να κερδίσει ό,τι ήθελε. Το κόστος της εκάστοτε εξουσίας ήταν η αποφυγή της σύγκρουσης με τις συντεχνίες, οι οποίες συγκυβερνούσαν με τους εκλεγμένους άρχοντες. Από όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσε να λείπει βέβαια και ο χρηματισμός των πολιτικών, που κι αυτοί ως άνθρωποι στην σύγχρονη Ελλάδα ήθελαν σε μια νύχτα να γίνουν πλούσιοι.
Δ। Γ. Παπαδοκωστόπουλος
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ : http://www.isotimia.gr/default.asp?pid=24&ct=56&artid=84278
Η πτώση της δικτατορίας δημιούργησε τις συνθήκες για να κατασκευαστεί ένα νέο εποικοδόμημα, που άρχισε να παίρνει την οριστική του μορφή μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στις αρχές της δεκαετίας του ‘80.
Το εκκρεμές, το 1974, με την κατάλυση της δικτατορίας, μετατοπίστηκε βίαια από τη μία άκρη στην άλλη. Οι εποχές προσφέρονταν για νεωτερισμούς, κυρίως για την αυτοπροσδιοριζόμενη ως προοδευτική ματιά, που ήθελε ν’ αμφισβητεί όλες τις εγκαθιδρυμένες δομές και αξίες.
Ο όρος «νεόπλουτος» αποδίδει με ακρίβεια μια πραγματικότητα που άρχισε να διαμορφώνεται στη χώρα μετά την είσοδο στην ΕΟΚ, όταν ήταν «εθνική μαγκιά» η απορρόφηση κοινοτικών επιδοτήσεων, όχι για να παραγάγουμε ή να δημιουργήσουμε κάτι, αλλά για να πάρουμε ακριβό ΙΧ, να χτίσουμε τεράστιο σπίτι χωρίς κανένα γούστο, και, βέβαια, να καταναλώσουμε περισσότερο. Στην αρχή, αυτή η «εκτροπή» των επιδοτήσεων μπορούσε να δικαιολογηθεί και από την ανάγκη να φτάσει εισόδημα σε φτωχά στρώματα του πληθυσμού.
Στη συνέχεια έγινε φανερό ότι η πρακτική αυτή χρησιμοποιούνταν για να εξαγοράζονται ψήφοι και επιρροή. Οι πολιτικοί διαμεσολαβούσαν στις Βρυξέλλες και έθεταν τις βάσεις για να δρομολογηθεί η εξαχρείωση της κοινωνίας και να αντικατασταθούν οι αξίες με απαξίες. Την έννοια της προσπάθειας για να επιτευχθεί κάτι, αντικατέστησε η καθόλου προσπάθεια, η καπατσοσύνη και η προσκόλληση στο κόμμα, που μπορούσε να ικανοποιεί τα πάντα.
Ο Έλληνας πολιτικός άρχισε να κάνει κάτι περισσότερο από το να μεσολαβεί για να βρουν οι ψηφοφόροι του μια δουλειά στο Δημόσιο. Μπορούσε πλέον να κατευθύνει χρήμα (και κοινοτικό, εκτός του εθνικού) στους ψηφοφόρους είτε άμεσα είτε έμμεσα, καταφέρνοντας έτσι να επηρεάζει όλο και περισσότερους για μεγαλύτερο διάστημα.
Άμεση μεταφορά πόρων ήταν εκείνη που γινόταν από το κράτος απευθείας στους εκλεκτούς του (επιχειρηματίες, κοινωνικές ομάδες κ.ά.) με στόχο είτε να τους καλοπιάσει είτε στα πλαίσια των έργων που γίνονταν. Έμμεση μεταφορά πόρων γινόταν για παράδειγμα στα κλειστά επαγγέλματα, τα οποία ανεξάρτητα από το πότε θεσμοθετήθηκαν ως τέτοια, έχουν μεταβληθεί σε μηχανισμούς συνδιαλλαγής επί ίσοις όροις με την εξουσία. Εκεί οι προνομιακές ρυθμίσεις, σε βάρος της κοινωνίας γίνονταν ανεκτές από το πολιτικό σύστημα, που συνδιαλεγόταν με τη συντεχνία.
Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης αποθεώθηκε η πρακτική της άσκησης πίεσης, καθώς οποιοσδήποτε (πρόσωπο, ομάδα συμφερόντων κ.λπ.) μπορούσε, καταφεύγοντας σ’ αυτήν, να κερδίσει ό,τι ήθελε. Το κόστος της εκάστοτε εξουσίας ήταν η αποφυγή της σύγκρουσης με τις συντεχνίες, οι οποίες συγκυβερνούσαν με τους εκλεγμένους άρχοντες. Από όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσε να λείπει βέβαια και ο χρηματισμός των πολιτικών, που κι αυτοί ως άνθρωποι στην σύγχρονη Ελλάδα ήθελαν σε μια νύχτα να γίνουν πλούσιοι.
Δ। Γ. Παπαδοκωστόπουλος
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ : http://www.isotimia.gr/default.asp?pid=24&ct=56&artid=84278
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου