Το Σαββατοκύριακο της 7ης – 9ης Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντίκρισε την άβυσσο της ιστορικής της αποτυχίας. Διακυβεύονταν το μέλλον του ευρώ και μαζί του η ευρωπαϊκή ενοποίηση εν γένει. Ποτέ η Ευρώπη δεν είχε διατρέξει τόσο σοβαρό πολιτικό κίνδυνο μετά τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957. Επιφανειακά το ζήτημα είχε να κάνει με τη χρηματοπιστωτική σταθεροποίηση της Ελλάδας και του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, αλλά ο πραγματικός τίτλος του έργου ήταν «Σώζοντας τις Τράπεζες, Μέρος δεύτερο».
Αν η Ελλάδα κατέληγε σε στάση πληρωμών, δεν θα απειλούνταν μόνο η Πορτογαλία, η Ισπανία και οι άλλες ασθενέστερες οικονομίες της Ευρωζώνης. Θα κατέρρεαν οι κρατικοί τίτλοι της Ευρώπης συνολικά. Κι αυτό με τη σειρά του θα οδηγούσε στην κατάρρευση των υποτιθέμενων ‘πολύ μεγάλων για να αφεθούν να καταρρεύσουν’ τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών, όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά παγκοσμίως.
Καθώς οι επικεφαλής των κρατών-μελών της Ε.Ε. συναντιόνταν στις Βρυξέλλες για να διαχειριστούν τα της ελληνικής κρίσης, η διατραπεζική αγορά, που είναι κρίσιμης σημασίας για τη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, είχε αρχίσει να παγώνει, ακριβώς όπως είχε γίνει μετά την κατάρρευση των Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα βρισκόταν ξανά στο χείλος του γκρεμού. Μόνο από τη στιγμή που τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ ένωσαν τις δυνάμεις τους με το σχεδιασμό ενός πακέτου διάσωσης ύψους 750 δις ευρώ, μπόρεσε να αποτραπεί ένα ακόμη συστημικό κραχ.
Αλλά πόσα εγχειρήματα διάσωσης θα αποδεχτούν οι λαοί των δημοκρατιών της Δύσης πριν την μετατροπή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης σε κρίση της δυτικής δημοκρατίας; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Όχι πολλά. Η κρίση δεν έχει αγγίξει ακόμα τους περισσότερους πολίτες της Δύσης με τον ανατριχιαστικό και σαρωτικό τρόπο του 1929. Μέχρι στιγμής παραμένει μια μάλλον θολή απειλή: οι άνθρωποι φοβούνται τον πληθωρισμό, την οικονομική στασιμότητα, την ανεργία, την απώλεια περιουσιακών στοιχείων και κοινωνικής θέσης. Όμως δεν έχουν ακόμα πιστέψει ότι ο κόσμος όπως τον ήξεραν φτάνει στο τέλος του.
Επιπλέον η κυρίαρχη αίσθηση στη Δύση αιωρείται ανάμεσα σε μια συνειδητοποίηση ότι η παρούσα κρίση δεν πρόκειται να ξεπεραστεί δίχως θεμελιώδεις αναταράξεις και αλλαγές, και την ελπίδα ότι κι αυτή η κρίση θα ξεπεραστεί με τον φυσιολογικό κυκλικό τρόπο των άλλων κρίσεων – του Μεξικό, της Ασίας, της φούσκας του Διαδικτύου κλπ – και ότι σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα έχουμε εκ νέου ανάκαμψη.
Η αβεβαιότητα της απάντησης εξηγεί εν μέρει και την έλλειψη βούλησης των δυτικών κυβερνήσεων να εξάγουν απτά συμπεράσματα από τη συστημική αποτυχία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Εξηγεί επίσης γιατί οι κυβερνήσεις δίνουν την εντύπωση ότι δεν ξέρουν πώς να διευθύνουν τις κοινωνίες τους μέσα σε αυτά τα ταραγμένα νερά. Οι ηγέτες των κυβερνήσεων μιλούν για ‘συστημικούς κινδύνους’ και για την αναγκαιότητα των εγχειρημάτων διάσωσης, αλλά την ίδια στιγμή επιτρέπουν σε εκείνους που είναι υπεύθυνοι για δύο διαδοχικές συστημικές αποτυχίες να διατηρούν το ίδιο παγκόσμιο καζίνο που έφερε δύο φορές τον κόσμο στο χείλος της κατάρρευσης.
Πριν 60 χρόνια μια παγκόσμια οικονομική κρίση σαν τη σημερινή μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμιο πόλεμο. Ευτυχώς αυτό δεν είναι πια δυνατό. Η πραγματικότητα της ατομικής βόμβας προδιαγράφει ότι κάθε πόλεμος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα έχει τρομακτική εμβέλεια. Συνεπώς οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν στη συγκυρία με παγκόσμια συναίνεση και προχωρούν σε εγχειρήματα παγκόσμιας εμβέλειας. Και οι σημερινές δυτικές κοινωνίες αλλά και οι αναδυόμενες δυνάμεις είναι πολύ πιο πλούσιες από εκείνες που σάρωσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 2007 ο παγκόσμιος πλούτος (συμπεριλαμβάνοντας μετοχές, ιδιωτικά και κρατικά χρεόγραφα και τραπεζικές καταθέσεις) έφτανε τα 194 τρις δολάρια – το 343% του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ.
Επιπλέον η αποτυχία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος συντελείται σε μια χρονική συγκυρία όπου υπάρχει μετατόπιση ισχύος από τη Δύση προς την Ανατολή. Σήμερα οι ελπίδες της παγκόσμιας οικονομίας εξαρτώνται από τις αναδυόμενες δυνάμεις της ανατολικής και νότιας Ασίας, με επικεφαλής την Κίνα και την Ινδία.
Για όλους αυτούς τους λόγους η σημερινή παγκόσμια κρίση δεν θα γίνει καταστροφική με τον τρόπο της Μεγάλης Ύφεσης. Στην πραγματικότητα η παρούσα συγκυρία έχει όλα τα σημάδια μιας ‘μεταμοντέρνας κρίσης’. Αλλά θα πρέπει να αναρωτηθούμε πού και πότε θα ξεσπάσουν εν τέλει τα κύματα που απελευθέρωσε η κρίση, γιατί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ξεσπάσουν. Σε τελική ανάλυση οι μέχρι στιγμής ενδείξεις μας υποδεικνύουν ότι η κρίση θα κρατήσει πολύ και ότι θα έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις, όπως είναι η πρόσφατη αντιξοότητα της Ελλάδας και περί το ευρώ, ή ενδεχομένως πληθωρισμό, στασιμότητα και λαϊκές εξεγέρσεις.
Το γεγονός ότι η παρούσα παγκόσμια κρίση είναι μεταμοντέρνα δεν την κάνει λιγότερο επικίνδυνη. Η μεταμοντέρνα κρίση επισύρει μεταμοντέρνους κινδύνους, που καταλήγουν σε αποδιάρθρωση και βύθιση των κέντρων εξουσίας, όχι με τον κίνδυνο ενός κλασικού πολέμου. Αλλά με δεδομένη τη συμπεριφορά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι: έχουν οι κυβερνήσεις της Ευρώπης την παραμικρή συναίσθηση για το τι διακυβεύεται στο τραπέζι όπου κάθονται παίζοντας ρουλέτα με την ιστορία;
Απο το : http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/2010-06-01-22-57-07-2010060123974/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου